ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΘΟΥΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΥ
π. Σταμάτης Σκλήρης


To να δημιουργήσεις μιαν εικόνα είναι ταυτόχρονα και καλλιτεχνική δημιουργία και Θεολογική δημιουργία. Ο αγιογράφος επομένως πρέπει να αγωνίζεται, ζώντας μέσα στην Εκκλησiα την όλη εκκλησιαστική ζωή, να αναδεικνύεται με τη χάρη του Οεού ευαγγελιστής του πληρώματος της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα ως προς το καλλιτεχνικό μέρος πρέπει να αγωνίζεται σαν μέλος της Εκκλησίας να ελαχιστοποιεί τις καλλιτεχνικές εμπάθειες. Κάποια πάθη δηλαδή, τα οποία για έναν καλλιτέχνη κοσμικό μπορεί να Θεωρούνται νορμάλ, ενώ για τον αγιογράφο αποβαίνουν επικίνδυνα. Δiότι φαλκιδεύουν την πνευματική πλευρά της εικόνας.

Ιδιαίτερα επειδή ο αγιογράφος καλείται ακριβώς ως αγιογράφος να ζωγραφίσει 'εργα αποκαλυπτικά, που φανερώνουν τα έσχατα, καλείται να ζήσει πρώτα τη ματαιότητα της εδώ ζωής και μόνο όταν έχει περάσει μέσα από τη μνήμη του Θανάτου που φανερώνει τη ματαιότητα, Θα μπορεί να κάνει έργα που να εκφράζουν τη χαρά όχι την πρόσκαιρη αλλά την αιώνια που εκπηγάζει από την Ανάσταση, το κάλλος όχι το πρόσκαιρο αλλά το παραδεισιακό, το εσχατολογικό. Καλείται να παρουσιάσει μιαν άλλη εκδοχή του κάλλους. To πρόσκαιρο κάλλος ελκύει τέρπει καi προκαλεί τις αισθήσεις, γιαυτό έχει δοθεί άλλωστε για τη διαιώνιση του είδους, και επομένως ενώ είναι ένα σημείο όπου η φύση δείχνει την ανωτερότητά της, ταυτόχρονα εγκλείει και κινδύνους πνευματικούς. Είναι αλύτρωτο γιαυτό και πονάει καί ο άνθρωπος έχει άπειρη, ατέλειωτη απαίτηση για κάλλος. Απόλυτη, χαωτική. 0 αγιογράφος λοιπόν εξ ορισμού καλείται να εκφράσει ένα κάλλος το οποίο δεν εμπλέκεται μέσα στα τερτίπια της ζωής αυτής, και στις εμπάθειες. Εικόνα είναι μία ζωγραφική απόδοση του λυτρωμένου χωροχρόνου στα έσχατα. Εξ ορισμού, λοιπόν, καλείται να υπερβεί ορισμένες εμπάθειες που για έναν καλλιτέχνη κοσμικό είναι νορμάλ και μάλιστα να τις θεραπεύσει με τα αντίστοιχα πνευματικά φάρμακα. Εδώ βρίσκονται οι πνευματικές προϋποθέσεις του αγιογράφου.

Στην καθαυτό άσκηση της ζωγραφικής αυτό μεταφράζεται σε μία αισθητική εγκράτεια. Δηλαδή ενώ μπορεί να κάνει τα σώματα έτσι ώστε να αποδίδονται οι όγκοι απόλυτα τρισδιάστατοι, εισάγει μια λιτότητα και ολιγάρκεια ακριβώς για να μην προκαλεί τις αισθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος πρέπει να είναι νηστευτικός και εγκρατευτικός και στην προέκταση αυτού του τρόπου βιωτής να έχει αποκτήσει και ένα μάτι να βλέπει τα πράγματα, το οποίο να είναι εγκρατευτικδ. Εδώ βέβαια ελλοχεύει και ο αντίθετος κίνδυνος, να καταντήσει μονοφυσιτικός., να υποτιμάει το κτιστό. Δεν καλείται να υποτιμήσει το κτιστό. Και τα πρόσωπα και τα βλέματα και τα σώματα πρέπει να είναι όμορφα. Και τα ενδύματα άφθαρτα, λαμπρά, παραδεισiακά. Αλλά όχi με την λαμπρότητα που δημιουργεi εκεiνους τους αντικατοπτρισμούς που σαγηνεύουν το βλέμμα και το εγκλωβίζουν στην ενθαδικότητα.

(Ως προς αυτό η παράδοση έδωσε τις λύσεις των κβαντισμένων φώτων που δεν απομιμούνται απολύτως τον συνεχόμενο χώρο της φυσιοκρατικής πλαστικότητας. Παρουσιάζει τα σώματα με όγκο, αλλά χωρίς την παχυλότητα που εκφράζει εικαστικά την απόλυτη υποδούλωση στους φυσικούς νόμους. Αυτό το σώμα του αγίου που εμφανίζεται στις εικόνες πρέπει να έχει υπερβεί την καταναγκαστικότητα των φυσικών νόμων.)

Απ' αυτά εξάγεται ότ.ι δεν μπορεί ο αγιογράφος να επiτρέψεi στον εαυτό του να θεωρηθή αυθεντία, να γίνει βεντέττα. Απ' τη στιγμή που θα υποκύψει στον πειρασμό να γίνει αυθεντία, όνομα, χάνει την υπέρβαση της ενθαδικότητας, που είναι η απαραίτητη και εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για να συλλάβει τα όντα ως εσχατολογικές πραγματικότητες που σημαίνει δημιουργήματα του Οεού που έχουν και την "ύπαρξη και τiς αρετές τους ως δώρο παρα Οεού και που η πλήρης αιώνια ύπαρξή τους και αλήθεια τους θα φανερωθεί στα έσχατα. Οα υπάρξουν αιωνίως χάρη στο Θείο δώρο της Αναστάσεως. Όταν ένας καλλιτέχνης αισθάνεται ότι αυτός επιτυγχάνει κάτι ως ατομικό κατώρθωμα, και δέχεται ευχαρίστως και επιζητεί την τιμή του κόσμου και τις διακρίσεις, `εχει εκ προοιμίου χάσει την εσχατολογική αίσθηση και το ήθος που αρμόζει σε αγιογράφο.

Αυτό σημαίνει πως και κάποιους πειραματισμούς πού εμπεριέχει κάθε ανθρώπινο δημιουργικό έργο, επομένως και το έργο της αγιογραφίας, θα πρέπει να τους εντάσσει μέσα στην προσπάθεια να εκφράσει το εσχατολογικό όραμα της Εκκλησίας. Να τα βλέπει ως όργανα και εργαλεία για να διακονήσει την Εκκλησία και όχι να διακριθεί ενώπιον της Εκκλησίας διά της πρωτοτυπίας του. Δεν επιδιώκει την πρωτοτυπία για την πρωτοτυπία, αλλά το πώς Θα εκφράσει με όλα τα συμφραζόμενα της εικόνος την ανάσταση , που είναι ή κατ' εξοχήν πρωτοτυπία, το μόνον καινόν υπό τον ήλιον.

Αυτή η πρωτοτυπία η αρχετυπική και οντολογική της Αναστάσεως, δεν είναι ατομικό κατώρθωμα (Παύλος, )) Ο Πατήρ αυτόν ανέστησε»), αλλά αποτέλεσμα κοινωνίας αγάπης της Τριάδος. Δεν έχει σχέση με την κοσμική αντίληψη της πρωτοτύπίας ως της απόλυτης ομορφιάς που νικάει τις άλλες μέσα σ' εναν ανέλπιδο εγωιστικό ανταγωνισμό ιδiοτήτων, Είναι η πρωτοτυπία της μοναδικότητος, λογω σχέσεων αγάπης. Στον παράδεισο όλοι Θα είναι μοναδικοί, όχι λόγω της ιδιαίτερης προβολής του ενός , αλλά λόγω της αγάπης του Πατρός προς τον καθένα που τον αναδεικνύει σε μοναδικόν. Οα μας αρέσει ο καθένας και Θα είναι ωραίος επειδή θα τον αγαπάμε και δεν Θα τον αγαπάμε επειδή θα είναι ωραίος. Αισθητική ως αποτέλεσμα της οντολογίας της αγάπης καi όχι αγάπη ως αποτέλεσμα της ιδιοτέλειας των φυσικών ιδιοτήτων της ομορφιάς.

Δεν ταιριάζουν, λοιπόν, στην εκκλησιαστική τέχνη ο εγωισμός, η διαφήμιση, η προβολή. Βέβαια όλα αυτά είναι δύσκολο να τα αποβάλλουμε. Χρειάζεται μακροχρόνια βίωση των ασκήσεων - αρετών της Εκκλησίας μας. Και κυρίως συμμετοχή στη Λειτουργία και βοήθεια Πνευματικού. Η υπέρβαση όλης αυτής της οικογένειας παθών οδηγεί σε απελευθέρωση από το εγώ, από την τάση να αρέσουμε, από To ίδιον Θ€λημα, απο την ιδιοτροπία.

Εδώ τίθεται το θέμα της δόξας και του δοξασμού του Οεού σε σχέση προς τη δόξα και το δοξασμό του ανθρώπου δημιουργήματος. Πρόκειται για μια ταπείνωση οντολογική και όχι ηθικής τάξεως. Όσο ο άνθρωπος Θα υποκύπτει στον πειρασμό να οικειοποιείται τα χάρίσματα που του δίνει ο Οεός εξ αγάπης για να κοινωνήσει τη ζωή της Τριάδος, τόσο θα επαίρεται, θα επιδιώκει κούφιες δόξες, θα κενοδοξεί. Αντίθετα όσο Θα λέει μαζί με τον Πρόδρομο «Ο Χριστός να αυξάνει κι εγώ να σμικρύνομαι» , δηλ. οσο περισσότερο θα κατανοεί πως όλα όσα μας περιβάλλουν και η ίδια μας η ύπαρξη δεν είναι παρά δέσμες από ακτίνες της δόξας του Οεού, τόσο Θα ταπεινώνεται μεν ως προς τον εαυτό του , Θα μεγαλύνεται δε οντολογικά, διότι στην ουσία θα βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια και Θα ξεσκεπάζει την ιμευτιά μέσα στην οποία ζούσε και στην οποία πολλές φορές ολόκληρη η φύση μας παρασύρεi, δηλ. να ξεχνάμε τον Κτίστη για χάρη των κτισμάτων.

Οπως όλα τα πνευματικά αθλήματα κι αυτό πηγάζει απο τη βίωση της Λειτουργίας. Στην Οεία Ευχαριστία είναι που νοιώθουμε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους, στα οποία ο Οεός μοιράζει τα διάφορα χαρίσματα που τα χρησιμοποιούν δια της αγάπης για το καλό των υπολοiπων μελών. Κι αυτό μας κάνει ταπεινούς και υπάκουους στην Εκκλησία με την οντολογική και όχι την ευσεβιστική υπακοή και ταπείνωση και αγάπη. Αυτή η βίωση της Ευχαριστίας μπορεί και μόνο να αναδείξει τον αγιογράφο απλό και αυθεντικό ερμηνευτή του Ευαγγελίου του Χριστού.

Μέσα σ' αυτό To Ευχαριστιακό και Εκκλησιολογικό πλαίσιο η εικόνα δεν ειναι απλώς ένα αντικείμενο, το οποίο το δημιουργεί ο αγιογράφος δια προσευχής. Αλλά οντολογικά η εικόνα η ίδια είναι μια ευχή , μια προσευχή, με την έννοια ότι ακριβώς έχουμε ένα έργο, το οποίο με την ιδια του την καλλιτεχνια εύχεται ο κόσμος αυτός ο φθαρτός και πρόσκαιρος να μεταμορφωθεί σε αιώνιο και αθάνατο.

Η νηστεία, λοιπόν, των παλιών αγιογράφων, η εγκράτεια και η προσευχή δεν είναι επίκτητες αρετές, αλλά είναι συστατικά στοιχεία της ορθής και ορθόδοξης λειτουργίας της εικονουργίας (Κόρδης). "Ολες απορρέουν από την υπακοή στην Εκκλησία και κρίνονται απ' αυτήν. Αυτή είναι η λυδία λίθος. Υπακούς στην Εκκλησία και ιστορείς τους αγίους με βάση το κοινό όραμα της Εκκλησίας , για χάρη του σώματος της Εκκλησίας και έτσι ώστε να είναι αναγνωρίσιμοι από αυτό TO σώμα; Είσαι ορθόδοξος αγιογράφος. Αγνοείς το σώμα; Κάνεις τα δικά σου ανεξάρτητα από το σώμα και με βάση τις δικές σου ατομικές εμπνεύσεις και τη δική σου ατομική προβολή; Εκπίπτεις από την ορθόδοξη αγιογραφική παράδοση.

Εδώ όμως πρέπει να προσθέσουμε κάτι ακόμη, επειδή στις ημέρες μας η υπακοή γίνεται κάποτε αντιληπτή ως αφαίρεση πρωτοβουλίας και υπευθυνότητος. Που σημαίνει ως αποπροσωποποίηση. Η ορθόδοξη υπακοή είναι μια πολύ ενεργητική πράξη. Κινείται απο αγάπη προς το Χριστό και όχι από τάση για τήρηση συνταγών και κανόνων, ούτε από ευθυνοφοβία (να κάνω ό,τι μου λέει κάποιος άλλος για να γλυτώσω τάχα την προσωπική διακινδύνευση). Αυτό συνεπάγεται άθληση και διακινδύνευση και ευθύνη. Είναι δε κατ' εξοχήν γόνιμη και όχι άγονη αντιγραφή. Δεν αντιγράφουμε σε στυλ καρμπόν ένα προτυπο. Αλλά η Εκκλησία μας μαθαίνει μέσα από όλα της (ακολουθίες, ασκήσεις , βίους Αγίων), να ζουμε την πραγματικότητα του Χριστού κατά τρόπον, ο οποίος όσο πιο αυθεντικός καθίσταται , τόσο πιο απόλυτα συμπίπτουμε με το βίωμα του Χριστού που έζησαν ανά τους αιώνες όλοι οι Άγιοι, και το οποίο εξέφρασαν οι αυθεντικοί αγιογράφοι. Δεν είναι δηλ. αντιγραφή γραμμών με καρμπόν, αλλά υπεύθυνη ενέργεια της εν ελευθερία αγάπης μας, η οποία εκ των υστέρων γίνεται αντιληπτή ως απόλυτη εσωτερική, προσωπική σύμπτωση προσώπων. (Πορτραίτο και Εικόνα). Η εικόνα δεν είναι απαραίτητο να είναι ολόϊδια με την προγενέστερη, αλλά να εκφράζει το διαχρονικδ εκκλησιαστικό βίωμα περί του Εικονiζομένου Προσώπου. Όχι με ιστορικίστικα αλλά με θεολογικά κριτήρια. Μια εικόνα του Οεοφάνη δεν είναι καλύτερη από μια σημερινή επειδή αντιγράφει τελειότερα μιαν εικόνα του προγενέστερου ΠανσέΑηνου, που ως προγενέστερος ειναι ιστορικά πιο κοντά στο Χριστό, αλλά επειδή ο Οεοφάνης ξανάζησε αυθεντικά το καθολικό βίωμα της Εκκλησίας περί του Χριστού ως Οεανθρώπου Αναστημένου δια της δόξης του Πατρός. Αυτό θα αποδειχθή τελικά στα έσχατα και μέχρι τότε τα ανθρώπινα όντα θα ζούμε με διακινδύνευση και προσμονή και πόθο της μελλούσης να αποκαλύφθή στα έσχατα αλήθειας.

Εδώ Θα πρέπει να επισημάνουμε τον κίνδυνο αποπρωσοποποίησης που ελλοχεύει από άλλη πλευρά, την κατασκευαστική- επαγγελματική πλευρά. Προς Οεού δεν εννοούμε ότι είναι κακό να είναι κανείς επαγγελματίας αγιογράφος. Αυτό έχει και θετική σημασία. 'Αλλωστε υπάρχει και κάποια ταπείνωση στο να ζωγραφίζει κανείς εικόνες για να ζήσει και όχι νομίζοντας πως είναι ο...μεγάλος Θεολόγος, ο...'Tτνευματικός" άνθρωπος που εικονογραφεί όχι κατά παραγγελίαν , ούτε για να βγάλει χρήματα, αλλά για να εκφράσει την..."ορθόδοξη mευματικότητα". Εννοούμε την επαγγελματική διαστροφή, κατά την οποία ο αγιογράφος μετατρέπεται από δημιουργό πρωτότυπων γεγονότων σε κατασκευαστή προκαθορισμένων προϊόντων. Όταν ξεπέσει σ' αυτή την κατάντια, κοιτάει πώς να τελειώσει κάτι "αγγελάκια", πετάει στο πάτωμα λόγω βιασύνης ή ελλείψεως χώρου κάποιες "Παναγίτσες", κ.ο.κ. -εχνάει ότι μία είναι η Παναγία που καλείται να ζωγραφίσει στις διάφορες εκδοχές, πως είναι φοβερός Αρχάγγελος Ο Μιχαήλ και πως καλείται δια της Εικόνος να σχετισθή προσωπικά και υπαρξιακά προς τα πρόσωπα αυτά με τρόπο μοναδικό και όχι με τρόπο απρόσωπο και με διαδικασίες παραγωγικές. Ενα ορθόδοξο προσωπικό ήθος δεν Θα του επέτρεπε να επαναλαμβάνει τα ίδια μάτια, τις ίδιες μύτες, τα ίδια "βυζαντινά" και δήθεν καταξιωμένα από την παράδοση δομιστικά στοιχεία. Οα τον βοηθούσε να εκφράσει διαφορετικά τα μάτια του Αρχαγγέλου Μιχαήλ από τα μάτια της Παναγίας. Και μάλιστα διαφορετικά τα μάτια της ίδιας της Παναγίας όταν στέκεi κάτω από το Σταυρό και της Παναγίας όταν ακούει το "Χαίρε" του Ευαγγελισμού.

Αλλά ακόμη το προσωπικό ήθος θα τον βοηθούσε να δει προσωπικά ακόμη και λεπτομέρειες της εικδνος που εκ πρώτης όψεως φαίνονται δευτερεύουσες και αντιμετωπίζονται από τους περισσότερους αγιογράφους σαν απρόσωπες. Οα του απεκάλυπτε το μυστήριο ότι ακόμη και κάποια αγριολούλουδα ή χορταράκια στην πορεία του Ιησού προς τα Ιεροσόλυμα ή στις όχθες του Ιορδάνη της Βαπτίσεως δεν είναι μερος απρόσωπου τοπίου που υφίσταται ερήμην του Χριστού. Είναι ακριβώς τα λουλουδάκια-συνοδεία του Χριστού, τα λουλουδάκια που δοξολογούν το Χριστό, τα λουλουδάκια που είναι πλασμένα γιαυτήν ακριβώς την τελετουργία, την οποία ξεχνά και αγνοεί η αισθητική απόλαυση του τοπίου. Διότι βέβαια η Εικόνα εκφράζει την εσχατολογική Χρiστοκεντρικότητα του τοπίου, την τελική αναφορικότητα της φύσεως στο Χριστό και μόνο στο Χριστό, από τον Οποίο και για τον Οποίο πλάστηκε η φύση. Πλάστηκε από τον Υιό Δημιουργό για να αποτελέσει το κτιστό ένδυμά Του, όταν Θα σαρκωνόταν και θα ντυνόταν την κτίση ως ένδυμά Του. Μέσα στο ήθος του Αγιογράφου, λοιπόν, είναι και το να βλέπει , να προσεγγίζει στη ζωή και να αποδίδει στην ιερή τέχνη την κάθε λεπτομέρεια με μια μοναδική αποκαλυπτικότητα και Χριστοκεντρικότητα.

"Ενα τέτοιο ήθος Θα μας ξαναχάριζε τη χαμένη παιδική αφελδτητα των λαϊκών αγιογράφων. Αυτοί οι ευλογημένοι άρχιζαν να γράφουν το κεiμενο στο ειλητάριο του Αγίου χωρίς να μετρήσουν άν χωράει. Καi στο τέλος μίκραιναν τα γράμματα και συντομογραφούσαν. Αυτή η απροσεξία και αφροντισiά όμως έδινε χάρη στο έργο. Ο καλοκάγαθος λαϊκός άνθρωπος δεν εξαρτά τα πρόσωπα μιας πολυπρόσωπης συνθέσεως από τον καθωσπρεπισμό του χάρακα, του διαβήτη και του τριγώνου. IDχι μόνο νογάει να χαράξει τα φωτοστέφανα στραβά, αλλά τολμάει (χωρίς να συνειδητοποιεί το ύψος της καλλιτεχνικής αυτής τόλμης), να αρχίσει , ας πούμε, την Πεντηκοστή από τον πρώτο Απόστολο, χωρίς να έχει υπολογίσει τον όλο χώρο που διαθέτει. 'ετχη όταν φθάνει στην απέναντι άκρη και βλέπει πως δεν του επαρκεί ο χώρος, μικραίνει μερικούς Αποστόλους ή βάζει κάποιον να φαίνεται απ' το παράθυρο. Προς Οεού, δεν υποστηρίζουμε πως κάθε στραβομάρα εκφράζει αυθεντικότητα , αλλά πως η αυθεντική ελευθερία κcπτοτε διατυπώνεται με χαρισματική στραβομάρα. Και εν πάση περιπτώσει το νέο που κομiζει η Χριστιανική τέχνη δεν αποκαλύπτεται τόσο στην ελληνιστική χάρη και στους νόμους της αρχαιοελληνικής αρμονίας, όσο στην αντικλασική τρέλλα και απλότητα των εικονογράφων του απλού ήθους.

Μπορούμε λοιπον να συνοψίσουμε ότι η βασική πνευματική προϋπόθεση του αγιογράφου είναι να αναδειχθεί ανθρωπος εκκλησιαστικός, ο οποίος το ζωγραφικό χάρισμα που του έδωσε ο Οεός το θέτει στη διάθεση του σώματος της Εκκλησίας με συγκεκριμένο σκοπό να ιστορήσει το Χριστό και τους αγίους, όπως ακριβώς τους αντιλαμβάνεται το σώμα της Εκκλησίας , δηλαδή να γίνει το χέρι της Εκκλησίας. Και ακριβώς αυτό το φθάσιμο εκφράζει η υπέροχη υπογραφή ορισμένων αγιογράφων "δια χειρός του δεινα".